φιλέκδικος

φιλέκδικος
η , ο [ος , ον ] мстительный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φιλέκδικος" в других словарях:

  • φιλέκδικος — η, ο, Ν εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + έκδικος «εκδικητικός, τιμωρός». Το επίθ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο] …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»